Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Αίθουσα αναμονής, 15.4.08

Πόση ώρα πέρασε? Α, Ευχαριστώ.
Θα περιμένω λίγο ακόμα.
Σταυρώνω και ξεσταυρώνω τα χέρια μου.

Μία νοσηλεύτρια.
Κρατιέμαι για να μη πεταχτώ πάνω, όπως και πριν.

Ξαφνικά δεν ξέρω που να βολέψω τα χέρια και τα πόδια μου.

Με προσπέρασε.

Γιατί έχει τόσο κρύο?
Τι κακό κι αυτό, στα νοσοκομεία, με τα ερκοντίσιον.
Κάνει και θόρυβο.
Θα μπορούσε να είναι ο θόρυβος της συντέλειας.

Μην το σκέφτεσαι μην το σκέφτεσαι

Βαθιά ανάσα
Εκπνοή

Κοιτάζω αριστερά.
Μετά δεξιά.

Εξετάζω το τριμμένο φελιζόλ γύρω από τον καφέ μου. Πλαστική γεύση στο στόμα μου, σκέτη αηδία.
-"Χάλια είναι", λέω απλώς και μόνο για να πω κάτι.
-"Έτσι είναι", μου απαντάει. "Οι καφετέριες των κλινικών τον φτιάχνουν πολύ βιαστικά πάντα."
-"Α, αλήθεια."

Πού να ξέρω? Ο πρώτος μου καφές είναι.

Σιωπή.

Όταν έχει πολύ ησυχία, μπορείς ν'ακούσεις τον αυχένα σου να γυρνάει πάνω στη βάση του.

-"Τί ώρα είναι?"
Μου δείχνει το ρολόι.
-"Επιστρέφω."

Βόλτα στο διάδρομο. Κάθε φορά επιστρέφω στο ίδιο σημείο, μετά λίγο πιο μακριά.
Επόμενη πτέρυγα.
Επόμενος διάδρομος.

Δε θυμάμαι αν  βούρτσισα τα δόντια μου φεύγοντας.

Όλοι οι άνθρωποι καταπίνουν λίγη οδοντόκρεμα τότε.
Κάπως αστείο και πολύ καθημερινό για να το σκεφτώ τώρα.

Η διαύγεια είναι πάντα παράξενη σε τέτοιες στιγμές. Απόκοσμη σχεδόν.

Οι άσπροι τοίχοι.
Ποτέ δε θα βάψω τους τοίχους μου άσπρους.
Οι αφίσες των νοσοκομείων, με τα συνέδρια.
Πάντα πολύ σημαντικά.
Αξιοπρόσεκτα και επιφανή.

(-"Σημαντικά, για ποιον?")

Κάνω να γυρίσω πίσω.
Τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου.

Το πλαστικό συνθλίβεται.


-"Τελείωσε."





Δείχνω τη μάζα.
-"Πάω να το πετάξω."
-"Γέμισε καφέδες το χέρι σου. Θα περιμένω κάτω."


Δε χρειάζεται. Δεν έχει σημασία.

Περπατάω, κλείνομαι στο μπάνιο.


-"Δεν ξαναπίνω καφέ" είπα και ξέρασα.



white walls
white noise

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

κυνήγι για τη χαρά του θηράματος

η φωνή της ακόμα στο κεφάλι μου | και ακούω τα λόγια που ποτέ δε μου είπε ή που περιμένω ακόμα να μου πει | πιο βραχνή απ'ότι τη θυμόμουν | καλύτερα έτσι | να θέλω να τριφτώ πάνω της | ανάθεμα  | διεστραμμένο ιτ ιζ | αλλά διάολε γιατί δεν καταλαβαίνει τίποτα? | θα καταλάβει | κι ας μη μου πει πως μ'αγαπάει | κι ας μην το κάνει | μόνο να μου φέρνει γάλα μαζί με το τοστ μου | να μου κάνει κλισέ εκπλήξεις κι ας τις σιχαίνεται | είμαι σίγουρη πως θα τις σιχαίνεται | και θα της φωνάζω ότι μου λείπει | και θα την αγαπάω μέχρι τα αερόστατα | αυτά που είναι ανάμεσα σε χαρταετούς και ζέπελιν | οι ορίζοντες θα μ'έχουν πνίξει | σ'όλα τα κλίματα σ'όλα τα πλάτη | αγώνες για το ψωμί και το αλάτι | έρωτες | έρωτες | έρωτες | πλήξη | αυτό ήταν | θα την απαγάγω.



                                A girl named Luz*




Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

(my) (simple) things worth living for


red wine
house parties
bubble bath
rainy days
writing one-page novels
new places to be
artemisia absinthium
sushi with sake
fireplaces
starbucks' cups
libraries
snow
aquariums
sunrise
my asian penfriends
insense sticks
cherry-flavored candles
staring at China's national emblem
good music
starry nights
drawing
(some) friends
helping others
learning something new about Japan
cats
reading poetry analysis
standing somewhere high
pencil towers
ink
wet wood smell

aw, and sunflowers :)

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

3.43 (ή κάπου εκεί)

Η μέρα μου σήμερα ξεκινάει στις 3.43 το χάραμα. Ούτε καν χάραμα δηλαδή, ο ήλιος θέλει ώρες ακόμα για ν'ανατείλλει.

Αμφιβάλλω αν στον "ανθρώπινο χρόνο" η ώρα αυτή είναι υπαρκτή· όλοι τη θεωρούν μεσοδιάστημα συνείδησης και αυπνίας.


Τα μάτια μου τσούζουν με το γνωστό πόνο στην πίσω τους πλευρά, και ο αέρας που αναπνέω στερεοποιείται μέσα στα πνευμόνια μου.
Νιώθω στην καλύτερη περίπτωση σαν πρεζόνι.
Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.
Πού να ξέρω κιόλας?



Νομίζω ακούω κάποιον να περπατάει στο διάδρομο.

-"Η μεταμέλεια φοράει ξυλοπάπουτσα", ψυθιρίζει ο Γιάννης στο μυαλό μου.
-"Σα δε ντρέπεσαι να ενοχλείς τον κόσμο νυχτιάτικα.." του απαντάω.

-"..Το κακό δεν είναι ν'ακούς φωνές μες 'στο μυαλό σου· το κακό είναι να τους απαντάς".
Καλά, αυτή πρέπει να είναι η φωνή της συνειδήσεως.



Είναι η κατάλληλη ώρα για φιλοσοφικές συζητήσεις με τον ευατό σου,
τί λες κι εσύ Λύκε?
Η καλύτερη ώρα για να μείνεις μόνος σου στο κρεβάτι και να καίγεσαι και να τα βάζεις με τους θεούς.
Η καλύτερη ώρα για να καις τους θεούς σου και να μένεις μόνος σου.



Μέχρι να σου λιώσει το μάτι από την αγωνία και να χυθεί σαν αυγό μελάτο.



Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

τίποτα.

Απλώς τίποτα.
Σχεδίαζα να μπω και να βγάλω τη χολή μου στους ανυποψίαστους αναγνώστες (τα δυο άτομα που ξέρω ότι με διαβάζουν τουλάχιστον, για τους άλλους δεν ξέρω), έγραψα τρεις ωραιότατες παραγράφους για τη ζέστη και για τη γκρίνια μου και για τη μικροαστική μου ζωούλα, αλλά μετά διάβασα για κάποιον που περνάει χειρότερα από εμένα και δεν παραπονιέται για τη γκαντεμιά του και δεν είναι μισάνθωπος σαν το γραφέα του κειμένου (γιατί θα ήταν βέβηλο να με αποκαλέσω συγ-γραφέα), και γενικά είναι πολύ περισσότερά απ'όλα αυτά που εγώ δε θα γίνω ποτέ.

Και μετά με μούτζωσα και θα κοπανούσα και το κεφάλι μου στον τοίχο αν δεν ήμουν τόσο φοβητσιάρα.





Νιώθω ανείπωτα άθλια, μίζερη. Προσπαθώ να το εκφράσω, αλλά οι λέξεις έτσι κι αλλιώς εξυπηρετούν νοήματα που, αν δε τα νιώθεις, δεν υπάρχει λόγος να τα καταγράψεις, κι εγώ δε νιώθω πολλά τώρα τελευταία. Μόνο αηδία, για τη θλίψη που προκαλώ. Μ΄έχω αηδιάσει τόσο πολύ, τόσο άσχημα, που σχεδόν το νιώθω σαν αναγούλα στο λαιμό μου κάθε φορά που σκέφτομαι και πριν μιλήσω.


Δεν ξέρω πια τι είναι αληθινό.

Ούτε χαρά, ούτε φόβος, ούτε πόνος.
Έχασα την παιδιάστικη ικανότητα να  μετράω τα αισθήματα σε αντικειμενικότητα, κι έμεινα με τις παραισθήσεις που οι άλλοι μου δίδαξαν.

Νοσηρή και μικρή και πολύ κουρασμένη για να τα ξεμάθω.
καληνύχτα.

http://youtu.be/u5CVsCnxyXg

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

new kid on the balcony.

  Ανέφερα ποτέ ότι απεχθάνομαι τις διακοπές?

  Με αποδιοργανώνουν του κερατά.
  Όχι μόνο δε καταφέρνω να κάνω όλα όσα ήθελα/ είχα προγραμματίσει, αλλά επιπλέον βυθίζομαι σ'έναν άθλιο βούρκο οκνηρίας. Βαριέμαι να είμαι όλη μέρα (γιατί πάντα αυτό καταλήγω να κάνω) μαζί μ'εμένα. Με βαριέμαι γενικά στις διακοπές, ή, ακόμα χειρότερα, βαριέμαι όποια ένδειξη κοινωνικής συναναστροφής προκύπτει, οπότε υπάρχουν στιγμές που ο Λύκος (προσ-)εύχεται να πεθάνουν όλοι για να παίρνει το πατίνι του και να κάνει βόλτα στο δρόμο με τις πιτζάμες ή να τρώει παγωτό και να λερώνεται όσο θέλει και να γλείφεται στο τέλος ή να ζωγραφίζει αλεπούδες όλη μέρα στους τοίχους.

  Δυστυχώς οι γονείς μου και ο κοινωνικός περίγυρος δε συμμερίζονται απόψεις τέτοιου είδους, καθώς με μεγάλωσαν με τις καλύτερες προδιαγραφές ώστε να καταλήξω ένας καθώς πρέπει ενήλικας (σηκώνω φρύδι με απορία: εγώ?), και εφόσον (ευτυχώς γι'αυτούς) δεν είναι ενήμεροι για τις απόψεις της κόρης τους, επιμένουν να γίνω άνθρωπος, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται (τρομακτικό).

     Καλά. Κι εγώ με ποιόν θα μιλάω?

  Μεγαλώνοντας, ζήτησα καναρίνι. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, σήμερα βρισκόμαστε με 17 νεοσσούς και τους περήφανους καναρινογονείς τους που τσιουτσίζουν και κουτσουλάνε, και θα τους ελευθέρωνα αν δεν αμφέβαλλα τόσο για τις καλές προθέσεις των γατιών της γειτονιάς.
  Επόμενο στη λίστα: "ένα σκυλάκι, μπαμπάαα!" (με παρακλητικό ύφος πάντα). Υπό τον όρο να το καθαρίζω εγώ (wtf!?) και να το πηγαίνω βόλτα κάθε μέρα--ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ πανηγυρικά.
  Αναμενόμενο, υποθέτω. Λατρεύω τις γάτες, γιιι. Ήθελα ένα γατί να μου τρίβεται στα πόδια και να με νυχιάζει όταν του πειράζω την ουρά, να το χαιδεύω, να μου ανακατεύει τα χαρτιά και τα μολύβια στο γραφείο, αλλά λόγω της αλλεργίας του αδερφού μου, και καθώς μένω ακόμα με τους γονείς (shoot me), μένω πάλι χωρίς ζωάκι.


   Ο Λύκος, μη βρίσκοντας άλλη λύση, έριξε όλο το απόθεμα αγάπης του στο λούτρινο αρκουδόγατο με το όνομα Ντέιβ. Από τον Dave Mustaine, των Megadeth. Again, not enough.


   Αποφάσισα να μου πάρω, λοιπόν, ένα φυτό. Ροδόδεντρο, για την ακρίβεια.

   Το παινεύω με καμάρι πατέρα που μιλάει για τον πρωτότοκό του.

   Λατινική ονομασία: Nova Zembla. Novaya Zemlya, στα ρώσικα, είναι αρχιπέλαγος στον Αρκτικό Ωκεανό. Αποτελείται από δύο κύρια νησιά – Σεβέρνυ (βόρεια) και Γιούζνι (νότια)–  και από αριθμό μικρότερων νησιών.  Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αποτελούσε ευαίσθητη στρατιωτική περιοχή και για το λόγο αυτό η Σοβιετική Αεροπορία είχε μόνιμη παρουσία σε βάση στη νότια νήσο, εξαιρετικό, έτσι δεν είναι?

  Αποφάσισα να ονομάσω το ροδόδεντρο Γιούζνι      Β-)



                                                               Ο Ντέιβ που στεγνώνει




Άνθος южный (Γιούζνι)

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

(could be a ) precome of thoughts.

Κοντεύει να εκραγεί το κεφάλι μου, θέλω ηρεμία, σκέψεις πιο διεστραμμένες κι από του Schizo του Brunetti περί καταστροφής του πλανήτη με κατακλύζουν, μόνωση, διπλά τζάμια, ωτοασπίδες, δυσανεξία στον ήχο, αναγουλιάζω από το θόρυβο, επαναληπτική συμπεριφορά, κλείνω τα μάτια και τ'αυτιά μου, νοσηρή άγνωστη αίσθηση, ασυνάρτητες σκέψεις, ο εγκέφαλός μου μπλοκάρει


ΣΤΟΠ



πονάει το κεφάλι μου.



εξαιρετική στιγμή ατυχίας
το να μπορείς ν'αναγνωρίσεις τις ωδίνες του εγκεφαλικού σου τοκετού
και να τις αφήνεις αναξιοποίητες
απλώς
επειδή

--
"ΘΑ ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Η' ΘΑ ΠΕΤΑΞΩ ΣΤΟΥΠΙ????" 



το σκέφτομαι, δεν το λέω.




ευχαριστώ.
πάει η έμπνευση και για σήμερα.
αύριο θα φροντίσω να χύσω όλη μου τη φαιά ουσία σ'ένα βαζάκι
και θα την πίνω κάθε μεσημέρι μετά το γεύμα και κάθε βράδυ μαζί με Προζάκ


                                                                                                     και τέζα.

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Sonnet 43

Μισάνοιξα τα μάτια μου, ίσα για μια στιγμή. Ήταν ακόμη εκεί, πάνω στα μαξιλάρια. Έβαλα τα δάχτυλά μου να περπατήσουν από τον αυχένα του προς τα κάτω, πολύ απαλά, για να μη τον ξυπνήσω. Τα λύγισα και άφησα τις κλειδώσεις να γλιστρήσουν στην πλάτη του, η αναπνοή του άλλαξε ρυθμό, χαμογέλασα, με ένιωσε.


Ακόμα και με κλειστά μάτια, τον γνωρίζω τόσο καλά που κοντεύω να λιώσω από ευτυχία γι'αυτό μου το κατορθωμα. Σχεδόν πονάω από τη χαρά μου.


Γυρίζει ανάσκελα.
-"Μη κουνιέσαι"
-"Γιατί?"


Γλιστράω το χέρι μου στη μέση του και χώνω το πρόσωπο μου στο λαιμό του . "Γιατί έτσι."


Απαντάει κάτι. Αφήνω τα δάχτυλά μου πάνω στο λαιμό του όση ώρα μιλάει, και αποφασίζω να τον δαγκώσω για να καταλάβω τί γεύση έχει.

Με αφήνει κι ας πονάει.

-"Κοφτερά λυκόδοντα."

Τον αφήνω κι εγώ.

-"Σου έκανα ρολογάκι."

-"Καλά έκανες."



Του κλείνω τη μύτη για να μην αναπνέει.


Θεατρινίστικος επιθανάτιος βρόγχος.

-"Δε με ρίχνεις με κάτι τέτοια."



Σκαρφαλώνω πάνω του.

-"Άτιμε."

Μαξιλαριά.

Γελάει.




Κάνω μία απόπειρα να σηκωθώ. Τυλίγομαι με το σεντόνι του.
-"Έτσι κάνουν και στις ταινίες."

Γελάει.

-"Μη γελάς!"

Γελάω κι εγώ.


Χαμογελάει.


Πυροτεχνήματα.






I love you to the depth and breadth and height
My soul can reach

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

έχει περισσότερη πλάκα έτσι

απλώς γράφω, γράφω, γράφω, δε σκέφτομαι, δε μπορώ, με μπούχτισα μ'εμένα και την παράνοιά μου, και μέχρι να γίνει το κεφάλι μου βαρύ πίνω, πίνω, μεθάω, μέθυσα, είναι ωραία στον πάτο, δε δίνεις λογαριασμό στους από πάνω, κανένας δε δίνει, δε δίνω ούτε εγώ, αλλιώς μ'έμαθαν όμως, ωφ, μπερδεύτηκα, δε γίνεται να λειτουργώ αυτόματα? να πάρει, θέλω να λειτουργώ χωρίς να σκέφτομαι διαδικασίες και συνέπειες, μόνο δράση και αντίδραση, και να μπορώ να πίνω και να- να- να- απλώς θέλω, τί πειράζει? και οι αντιδράσεις θέλω να είναι κανονισμένες, εγώ να τις έχω κανονίσει, γιατί δε μπορώ να χάνω τον έλεγχο έτσι θέλω! Ψέματα, όλα είναι ψέματα, εγώ και ο εαυτός μου μού λέμε την αλήθεια, μικρά, ωραία, εύγευστα ψέματα είναι η αλήθεια τους και η αλήθεια μας το ίδιο, πρέπει να σε γρατσουνίσεις και να σε σκάψεις για να σε βρεις μέσα στην αλήθεια σου, και αλίμονό σου άμα δε καταφέρεις να σε γιατρέψεις μετά, θα μείνεις ανοιχτός κι εκτεθειμένος στην αλήθεια των άλλων. 




αχ, ανάθεμά με κι αν ξέρω τί μου γίνεται
πού πάω
πού θα βγω
και τί με περιμένει αύριο.
Το καλό που μου θέλω, να θυμηθώ να πλύνω τα πιάτα.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

μία ανάρτηση, κάποια, αόριστη.


   7 Μαρτίου σήμερα, και ο Λύκος έβαλε Μάρτη. Κόκκινη και άσπρη κλωστή. Δύο άσπρες κλωστές, για να μη με κάψει ο ανύπαρκτος ήλιος. Και μια ("κάποια φωνή, αόριστη, άσχετη, από τη σχολή", εννοείται ότι δεν ισχύει, Ντιμ -"ναι βρε, δεν παρεξηγώ") φωνή στο αυτί μου, "πάμε Βουκουρέστι", γουίιιιιιιι. Ο Λύκος θα μισό-περπατάει με τακούνια και θα είναι (προς μεγάλη του δυσφορία) ντυμμένος με επίσημα ρούχα, θα κάνει βόλτες και coffee break στο Μέγαρο του Κοινοβούλιου-"Σπίτι του Λαού", αγαπητέ Νικολάε, και θα εξασκεί τι-τα αγγλικά του? μάλλον. "Κουλ, θα μιλάμε αγγλικά", βουίζει το ακουστικό. 

  Ο Ντιμ δαγκώνει το καλώδιο. Πρίιιιβιετ, κι ένα βιαίως ορθάνοιχτο βαλτοπράσινο μάτι, έχει έμπνευση πάλι ο άτιμος (γελάει στο ακουστικό, του τα διαβάζω ταυτόχρονα). Πετάμε σε 15 μέρες, -"με το καλό πάντα", -"ποιό καλό?, -"δεν πετάμε με το καλό, με Ολυμπιακή πετάμε", και κάνουμε χαρά με το πλαστικό φαγητό που θα φάμε στο αεροπλάνο και που πάμε την πενθήμερη που δεν πήγαμε στο λύκειο, χωρίς όμως μπουζουκάδικα και καθηγητές, μόνο συνέδριο, κοινοβούλιο, συνέδριο, debate, υπουργείο Εξωτερικών, Ευρωπαικά κλαμπ ("showing off, are we?") . "Σκέψου Ντιμ", ο κακός Λύκος βασανίζει το γουρούνι-Ντίμα, ο Λύκος θέλει καφέ, τσάι, κακάο, πεινάααααει! και ο Ντιμ τη βγάζει με μία φέτα Gouda, "τρέμω γι'αυτά που θα γίνουν για μένα, μ'εμένα δεμένο-στο Βουκουρέστι", εμένα και την Κλειώ εννοεί, μας αγαπάει πολύ και μας φοβάται λίγο, κι εμείς τον κακοποιούμε, αλλά τον αγαπάμε και πάλι, "όπου και να ταξιδέψω, ο Λύκος με δαγκώνει", έλα που δε σ'αρέσει! Εμείς οι τρεις στο Βουκουρέστι, "τα τρία μας", kewl.  Καλά να περάσουμε, και του χρόνου.







Arctic Monkeys - Fake Tales Of San Francisco (2006)

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

21

Θα εφαρμόσω το σύστημα της αυτόματης γραφής, θα γράψω αυτό το ποστ σε 5 λεπτά χωρίς να σκέφτομαι πολυ και να υπεραναλύω και να πλατειάζω. εξαιρετικά, νιώθω ήδη καλύτερα. Όταν ο Αριστοτέλης είπε πώς ο άνθρωπος είναι ετεροπροσδιοριζόμενος, μάλλον εννοούσε ετεροκατευθυνόμενος-εφόσον λειτουργούμε με τις επιταγές και προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας ανάλογα με τη συμπεριφορά (αντοχές και ανοχές) των άλλων. Το ερώτημα παραμένει όμως, σε ποιό βαθμό αφήνουμε τον εαυτό μας (πρόκειται για μια "έξις" το ταίριασμα προσωπικοτήτων, όλα μαθαίνονται) να αφομοιωθεί. Και κατά πόσο αναγνωρίζουμε την επιρροή ατόμων πάνω στο χαρακτήρα μας. Έκπληξη! κανείς δεν αλλάζει από μόνος του, όντας κοινωνικά ζώα, τα χρωστάμε όλα σ'όσους μας περιτριγυρίζουν, τί χαρά το να νιώθεις ένα κράμα αυτών που αγαπάς, αυτοί σε έφτιαξαν, σας αγαπάω, καληνύχτα :)

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

a tribute to orange.


Μία ανάρτηση για μία φίλη.

Τη λένε Άλμπα, στα ιταλικά σημαίνει "αυγή".
[υπάρχει και το βασίλειο της Alba που υπάγεται στη Σκωτία]
Είναι εξυπνη, είναι όμορφη, είναι γλυκιά

κι έχει έναν υπέροχο τρόπο να καθαρίζει πορτοκάλια.



  Τα πορτοκάλια τα διαλέγει πάντα πολύ προσεκτικά. Παίρνει ένα στα χέρια της, το στριφογυρίζει, εξετάζει την υφή του, περνάει τα δάχτυλα της πάνω του. Με το μαχαίρι, πολύ προσεκτικά, αφαιρεί ένα στρώμα φλούδας. Σταγονίδια αιθέριου ελαίου εκτοξεύονται κατευθυνόμενα από το σημείο κοπής, ξεπροβάλλει ο ινώδης ιστός, και από τα κύττυρα της σάρκας του στάζει χυμός. Νομίζω αυτό το πανυγήρι χρώματος και γλυκόξινης μυρωδιάς φτιάχνει πάντα το κέφι της. Βάζει μία φέτα στο στόμα της και τη μασάει. Κάθε φορά που τη βλέπω έτσι της λέω ένα ακόμα (κρύο) αστείο, γιατί είναι υπέροχο να τη βλέπεις να χαμογελάει μπουκωμένη πορτοκάλι!


 Αγαπημένο σημείο
"η μυρωδιά του πορτοκαλιού δε φεύγει από τα χέρια μου!"

 
  Παντού μυρίζει πορτοκάλι : )








"A man ought to carry himself in the world as an orange tree would if it could walk up and down in the garden, swinging perfume from every little censer it holds up to the air"

Henry Ward Beecher






(να υπάρχουν άραγε πορτοκαλεώνες στη Σκωτία?)